πυλώριον

πυλώριον
πυλώριον
porter's lodge
neut nom/voc/acc sg
πυλωρέω
keep the gate
imperf ind act 3rd pl (doric)
πυλωρέω
keep the gate
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυλώριον — τὸ, Α [πυλωρός] η κατοικία τού φύλακα τής πύλης …   Dictionary of Greek

  • φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”